- τυπωτής
- ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, -ώτιδος, Α [τυπῶ]νεοελλ.1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωσηαρχ.1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που τό σχηματίζει, τό διαμορφώνει2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς) δαχτυλίδι με σφραγίδα.
Dictionary of Greek. 2013.